ξεπεταρούδι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεπεταρούδι τα ξεπεταρούδια
      γενική
    αιτιατική το ξεπεταρούδι τα ξεπεταρούδια
     κλητική ξεπεταρούδι ξεπεταρούδια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξεπεταρούδι < ξεπετώ + -αρούδι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ξεπεταρούδι ουδέτερο

  1. (λαϊκότροπο, κυριολεκτικά) νεοσσός πτηνού που μόλις αρχίζει να πετάει
    ενός γερακιού το ξεπεταρούδι
  2. το παιδί που ξεκινάει να μεγαλώνει
    οκτώ χρονών ξεπεταρούδι

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]