ξεπετιέμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεπετιέμαι < ξεπετιοῦμαι
Ρήμα[επεξεργασία]
ξεπετιέμαι και ξεπετάγομαι
- πετάγομαι ξαφνικά εκεί που δεν με περιμένουν ή χωρίς να αντιληφθούν ότι έχω πλησιάσει
- τινάζομαι απότομα όρθιος
- παρεμβαίνω ανάρμοστα, πετάγομαι και εκφέρω γνώμη εκεί που δεν μου την ζητούν αλλά και όπου δεν έχω αρμοδιότητα