Μετάβαση στο περιεχόμενο

ξεπετιέμαι

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξεπετιέμαι < ξεπετιοῦμαι

ξεπετιέμαι και ξεπετάγομαι

  1. πετάγομαι ξαφνικά εκεί που δεν με περιμένουν ή χωρίς να αντιληφθούν ότι έχω πλησιάσει
  2. τινάζομαι απότομα όρθιος
  3. παρεμβαίνω ανάρμοστα, πετάγομαι και εκφέρω γνώμη εκεί που δεν μου την ζητούν αλλά και όπου δεν έχω αρμοδιότητα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]