ξεπετώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

'ξεπετώ < μεσαιωνική ελληνική ξεπετάζω και ξεπετώ < < ξε + πετῶ και πετάζω < (ελληνιστική κοινή) ἐκπετάζω < αρχαία ελληνική ἐκπετάννυμι.

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεπετώ (υπάρχουν και τύποι του ξεπετάγω, όπως παρατατικός ξεπέταγα αντί ξεπετούσα)

  1. Ολοκληρώνω κάτι πολύ σύντομα, με αμφίβολης ποιότητας αποτέλεσμα
    Μην τα ξεπετάς τα κείμενα χωρίς να ρίχνεις δεύτερη ματιά, ο άλλος δίνει 2 ευρώ για να διαβάσει την εφημερίδα
  2. Ανασκιρτώ
    Ξεπέταξε η καρδιά του, σαν την αντίκρισε.
  3. (το μεσοπαθητικό) Ξαφνική και χωρίς προειδοποίηση εμφάνιση.
    Πότε πρόλαβες και ξεπετάχτηκες εσύ;
    Δεν πρόλαβε να δει πότε ξεπετάχτηκε το μηχανάκι απ' τη στροφή.
    Όλο ξεπετάγονται καινούργια μοντέλα αυτοκινήτων.
    Μέσα απ' τα σκοτάδια ξεπετάχτηκε μια φλόγα.
  4. Γρήγορη σωματική ή/και πνευματική ανάπτυξη.
    Για πότε ξεπετάχτηκε αυτό το μικρό! Πώς μεγάλωσε!

Συγγενικά[επεξεργασία]


Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]