ξεπλάτισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεπλάτισμα < ξεπλατίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεπλάτισμα ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξεπλατίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεπλάτισμα
|