ξεπλένω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξεπλένω < μεσαιωνική ελληνική ξεπλύνω < αρχαία ελληνική ἐκπλύνω
Ρήμα
[επεξεργασία]ξεπλένω
- βγάζω τα σαπούνια από τα ρούχα ή τα πιάτα ή οποιαδήποτε επιφάνεια έπλυνα με σαπούνι
- ※ Έτριβε τα χέρια σαν να τα ξέπλενε, αφού είχε τελειώσει κάποια βρόμικη δουλειά. (Αντώνης Σουρούνης (1985) Οι πρώτοι πεθαίνουν τελευταίοι [μυθιστόρημα])
- πλένω πρόχειρα κάτι, ρίχνω νερό και το ψευτοπλένω, π.χ. ρίχνοντας ένα κουβά νερό στο εξωτερικό του αυτοκινήτου ή καταβρέχοντας με το λάστιχο το τραπέζι της βεράντας για να φύγουν οι σκόνες
- (μεταφορικά) αποκαθιστώ κάποιον ηθικά από ντροπή ή προσβολή
- (μεταφορικά) κάνω να εμφανίζονται ως νόμιμα χρήματα που αποκτήθηκαν με παράνομο τρόπο