ξεπλανεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεπλανεύω < ξε και πλανεύω < ἐκπλανάω-ἐκπλανῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεπλανεύω

  1. αποπλανώ, ξελογιάζω
    Η άτιμη, ξεπλάνεψε τον άντρα της καημένης της Μαρίας!
  2. εξαπατώ, παρασύρω
    Τον ξεπλανέψανε ότι θα πιάσει την καλή κι έχασε όλα τα λεφτά του

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]