Μετάβαση στο περιεχόμενο

ξεπληρώνω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξεπληρώνω < ξε + πληρώνω

ξεπληρώνω

  1. πληρώνω το σύνολο ή μέρος του ποσού που οφείλω
  2. ανταποδίδω χάρη ή ευεργεσία

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]