ξεπουλημένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kse.pu.liˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐που‐λη‐μέ‐νος
Μετοχή
[επεξεργασία]ξεπουλημένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ξεπουλάω / ξεπουλώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξεπουλημένος
|
|