ξερατό
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξερατό | τα | ξερατά |
| γενική | του | ξερατού | των | ξερατών |
| αιτιατική | το | ξερατό | τα | ξερατά |
| κλητική | ξερατό | ξερατά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξερατό < μεσαιωνική ελληνική < ξερνώ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξερατό ουδέτερο