ξερατό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξερατό | τα | ξερατά |
γενική | του | ξερατού | των | ξερατών |
αιτιατική | το | ξερατό | τα | ξερατά |
κλητική | ξερατό | ξερατά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξερατό < μεσαιωνική ελληνική < ξερνώ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξερατό ουδέτερο