ξεροκοκκίνισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεροκοκκίνισμα < ξεροκοκκινίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεροκοκκίνισμα ουδέτερο
- το να γίνεται κάποιος κατακόκκινος από τη ντροπή
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεροκοκκίνισμα
|