ξεροκοκκινίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ξεροκοκκινίζω
- γίνομαι κατακόκκινος από τη ντροπή
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεροκοκκινίζω | ξεροκοκκίνιζα | θα ξεροκοκκινίζω | να ξεροκοκκινίζω | ξεροκοκκινίζοντας | |
β' ενικ. | ξεροκοκκινίζεις | ξεροκοκκίνιζες | θα ξεροκοκκινίζεις | να ξεροκοκκινίζεις | ξεροκοκκίνιζε | |
γ' ενικ. | ξεροκοκκινίζει | ξεροκοκκίνιζε | θα ξεροκοκκινίζει | να ξεροκοκκινίζει | ||
α' πληθ. | ξεροκοκκινίζουμε | ξεροκοκκινίζαμε | θα ξεροκοκκινίζουμε | να ξεροκοκκινίζουμε | ||
β' πληθ. | ξεροκοκκινίζετε | ξεροκοκκινίζατε | θα ξεροκοκκινίζετε | να ξεροκοκκινίζετε | ξεροκοκκινίζετε | |
γ' πληθ. | ξεροκοκκινίζουν(ε) | ξεροκοκκίνιζαν ξεροκοκκινίζαν(ε) |
θα ξεροκοκκινίζουν(ε) | να ξεροκοκκινίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεροκοκκίνισα | θα ξεροκοκκινίσω | να ξεροκοκκινίσω | ξεροκοκκινίσει | ||
β' ενικ. | ξεροκοκκίνισες | θα ξεροκοκκινίσεις | να ξεροκοκκινίσεις | ξεροκοκκίνισε | ||
γ' ενικ. | ξεροκοκκίνισε | θα ξεροκοκκινίσει | να ξεροκοκκινίσει | |||
α' πληθ. | ξεροκοκκινίσαμε | θα ξεροκοκκινίσουμε | να ξεροκοκκινίσουμε | |||
β' πληθ. | ξεροκοκκινίσατε | θα ξεροκοκκινίσετε | να ξεροκοκκινίσετε | ξεροκοκκινίστε | ||
γ' πληθ. | ξεροκοκκίνισαν ξεροκοκκινίσαν(ε) |
θα ξεροκοκκινίσουν(ε) | να ξεροκοκκινίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεροκοκκινίσει | είχα ξεροκοκκινίσει | θα έχω ξεροκοκκινίσει | να έχω ξεροκοκκινίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεροκοκκινίσει | είχες ξεροκοκκινίσει | θα έχεις ξεροκοκκινίσει | να έχεις ξεροκοκκινίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεροκοκκινίσει | είχε ξεροκοκκινίσει | θα έχει ξεροκοκκινίσει | να έχει ξεροκοκκινίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεροκοκκινίσει | είχαμε ξεροκοκκινίσει | θα έχουμε ξεροκοκκινίσει | να έχουμε ξεροκοκκινίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεροκοκκινίσει | είχατε ξεροκοκκινίσει | θα έχετε ξεροκοκκινίσει | να έχετε ξεροκοκκινίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεροκοκκινίσει | είχαν ξεροκοκκινίσει | θα έχουν ξεροκοκκινίσει | να έχουν ξεροκοκκινίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεροκοκκινίζω
|