ξερολίθι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξερολίθι | τα | ξερολίθια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ξερολίθι | τα | ξερολίθια |
κλητική | ξερολίθι | ξερολίθια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξερολίθι ουδέτερο
- η ξερολιθιά, η κατασκευή φράχτη από πέτρες χωρίς συνδετικό ιστό
- ...κάστρου, γιομάτου πύργους και παραπόρτια, χτισμένου πρώτα με μεγάλα χοντροκομμένα πελασγικά ξερολίθια κ' ύστερα με μικρά λιανολίθαρα συγκολλημένα μ' ασβεστόχωμα και με βύσαλα (Κώστας Κρυστάλλης, Πεζογραφήματα)
Παράγωγα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ξηρολιθοδομή
- → δείτε τις λέξεις ξερός και λίθος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξερολίθι
→ δείτε τη λέξη ξερολιθιά |