ξερολιθιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξερολιθιά οι ξερολιθιές
      γενική της ξερολιθιάς των ξερολιθιών
    αιτιατική την ξερολιθιά τις ξερολιθιές
     κλητική ξερολιθιά ξερολιθιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ξερολιθιά στην αγγλική ύπαιθρο

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξερολιθιά < μεσαιωνική ελληνική ξηρόλιθ(ος) + -ιά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξερολιθιά θηλυκό

  1. (αρχιτεκτονική) κατασκευή από πέτρες ή πλάκες που συνδέονται χωρίς κανένα άλλο συνδετικό υλικό (λάσπη, τσιμέντο κ.λπ.), η οποία στερεώνεται και αποκτά ευστάθεια με το σφήνωμα μικρότερων κομματιών από πέτρες
  2. (κατ’ επέκταση) (αρχιτεκτονική) η τεχνική με την οποία κατασκευάζονται κτίσματα με πέτρες χωρίς κανένα συνδετικό υλικό
  3. (συνεκδοχικά) (αρχιτεκτονική) πεζούλα κατασκευασμένη με αυτήν την τεχνική

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]