ξεροτηγάνισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεροτηγάνισμα τα ξεροτηγανίσματα
      γενική του ξεροτηγανίσματος των ξεροτηγανισμάτων
    αιτιατική το ξεροτηγάνισμα τα ξεροτηγανίσματα
     κλητική ξεροτηγάνισμα ξεροτηγανίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεροτηγάνισμα < ξεροτηγανίζω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξεροτηγάνισμα ουδέτερο

  1. το τηγάνισμα με λίγο λάδι
  2. η ταλαιπωρία κάποιου στον οποίο δεν δίνεται τελικά εκείνο που επιθυμεί

Μεταφράσεις[επεξεργασία]