ξερόχορτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξερόχορτο ουδέτερο
- αμπέλια, νωποτρύγητα, γελαστά περιβόλια, γεμάτα ωμορφιά και χάρι...και μόνο πως τον γλυκύτατο, αμίμητο χρωματισμό, πού και πού, θαρρείς, εκηλίδωνε, θερισμένο ή χέρσο χωράφι, γεμάτο αγκάθια και ξερόχορτα, σαν που αμαυρώνουν, εδώ και εκεί, σταχτόμαυρα συννεφάκια, του καθάριου ουρανού το καταγάλαζο χρώμα (Παν. Αξιώτης, Διηγήματα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξερόχορτο
|