ξερόχορτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξερόχορτο τα ξερόχορτα
      γενική του ξερόχορτου των ξερόχορτων
    αιτιατική το ξερόχορτο τα ξερόχορτα
     κλητική ξερόχορτο ξερόχορτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξερόχορτο < ξερό- + χόρτο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξερόχορτο ουδέτερο

  • αμπέλια, νωποτρύγητα, γελαστά περιβόλια, γεμάτα ωμορφιά και χάρι...και μόνο πως τον γλυκύτατο, αμίμητο χρωματισμό, πού και πού, θαρρείς, εκηλίδωνε, θερισμένο ή χέρσο χωράφι, γεμάτο αγκάθια και ξερόχορτα, σαν που αμαυρώνουν, εδώ και εκεί, σταχτόμαυρα συννεφάκια, του καθάριου ουρανού το καταγάλαζο χρώμα (Παν. Αξιώτης, Διηγήματα)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]