ξεσηκώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεσηκώνομαι < ξεσηκώνω < μεσαιωνική ελληνική ἐκσηκῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεσηκώνομαι

  1. επαναστατώ
  2. αναστατώνομαι και ξεβολεύομαι, ώστε να κάνω ετοιμασίες για κάτι
    Αδικα ξεσηκώθηκα, τελικά δεν θα πάμε στο εξοχικό τους, άλλαξαν γνώμη

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]