ξεσκέπασμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεσκέπασμα τα ξεσκεπάσματα
      γενική του ξεσκεπάσματος των ξεσκεπασμάτων
    αιτιατική το ξεσκέπασμα τα ξεσκεπάσματα
     κλητική ξεσκέπασμα ξεσκεπάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεσκέπασμα < ξεσκεπάζω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξεσκέπασμα ουδέτερο

  1. η αφαίρεση του σκεπάσματος από το κρεβάτι, σκεπασμένα έπιπλα, ΙΧ κ.λπ. αντικείμενα
  2. η αφαίρεση των στοιχείων που σκέπαζαν ή συσκότιζαν την αλήθεια, η αποκάλυψή της

Μεταφράσεις[επεξεργασία]