ξεσκέπασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεσκέπασμα < ξεσκεπάζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεσκέπασμα ουδέτερο
- η αφαίρεση του σκεπάσματος από το κρεβάτι, σκεπασμένα έπιπλα, ΙΧ κ.λπ. αντικείμενα
- η αφαίρεση των στοιχείων που σκέπαζαν ή συσκότιζαν την αλήθεια, η αποκάλυψή της
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεσκέπασμα