ξεσκατώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεσκατώνω < ξε + σκατώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεσκατώνω

  1. (λαϊκότροπο) ο καθαρισμός των οπισθίων βρεφών ή ηλικιωμένων που δεν μπορούν να πλυθούν ή να καθαρίσουν τα υπολείμματα των κενώσεών τους μόνοι από την περιοχή του πρωκτού
  2. (λαϊκότροπο) διορθώνω μια εξαιρετικά δυσάρεστη κατάσταση
    Όπως τα σκάτωσες, τράβα τώρα να τα ξεσκατώσεις

Μεταφράσεις[επεξεργασία]