ξεσκατώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ξεσκατώνω
- (λαϊκότροπο) ο καθαρισμός των οπισθίων βρεφών ή ηλικιωμένων που δεν μπορούν να πλυθούν ή να καθαρίσουν τα υπολείμματα των κενώσεών τους μόνοι από την περιοχή του πρωκτού
- (λαϊκότροπο) διορθώνω μια εξαιρετικά δυσάρεστη κατάσταση
- Όπως τα σκάτωσες, τράβα τώρα να τα ξεσκατώσεις