ξεσκλίδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξεσκλίδι | τα | ξεσκλίδια |
γενική | του | ξεσκλιδιού | των | ξεσκλιδιών |
αιτιατική | το | ξεσκλίδι | τα | ξεσκλίδια |
κλητική | ξεσκλίδι | ξεσκλίδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεσκλίδι < ξε- + σκελίδι < (ελληνιστική κοινή) σκελίδιον, υποκοριστικό του σκελίς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεσκλίδι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) μυτερό ξύλινο κομματάκι, που έχει αποκοπεί από κάποιο μεγαλύτερο
- ...γιατί έτρεμε μην τον αφίσουν όλοι / σκυλιών ξεσκλίδι, αν πανικός ακράτητος τους πιάσει. (Ιλιάδα (Μετάφραση Πάλλη)/Ρ, στ. 666-667)
- Ὁ Ἄνεμος πρὶν δὲν ἔβλεπε μηδ' ὁ Ἥλιος τὴ γλυκειά μου, / καὶ τώρα ἄσκεπη κοίτεται μὲς στὸ καλύβι χάμου, / ἕνα ξεσκλίδι ἡ ὡρηόγελη, σὰν τὴν τρελλὴ φορῶντας / γιὰ ντύμα ἡ ὀμορφολάγγονη, πῶς θὰ βρεθεῖ ξυπνῶντας. (Μαχαμπχαράτα, Νάλας και Νταμαγιάντη, στ. 46-50, Μεταφραστής: Λορέντζος Μαβίλης)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεσκλίδι
|