ξεσκολίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεσκολίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξεσκολίζω < ξε- + σκολ(ειό) + -ίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεσκολίζω

  1. (οικείο) τελειώνω με το σχολείο, έχω μάθει πια ό,τι ήταν να μάθω
  2. (οικείο) βγαίνω στη ζωή, περπατάω σε πονηρά μονοπάτια, μαθαίνω τη ζωή της νύχτας, με «ξεβγάζουν» στη ζωή και μαθητεύω στον άσχημο δρόμο, στην καλύτερη περίπτωση μπερμπαντεύω και στη χειρότερη γίνομαι ληστής, κλέφτης, πόρνη
  3. (παρωχημένο, μειωτικό) μαθαίνω ερωτικά κόλπα από μεγαλύτερες (για κορίτσια)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]