ξεσκονιστήρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεσκονιστήρι τα ξεσκονιστήρια
      γενική του ξεσκονιστηριού των ξεσκονιστηριών
    αιτιατική το ξεσκονιστήρι τα ξεσκονιστήρια
     κλητική ξεσκονιστήρι ξεσκονιστήρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεσκονιστήρι < ξεσκονιζ(ω) + -τήρι
Ξεσκονιστήρι επίπλων.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξεσκονιστήρι ουδέτερο (& ξεσκονίστρα)

  • ειδικό σκουπάκι για το ξεσκόνισμα, με μακριά ξύλινη λαβή

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]