ξεσκονόπανο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξεσκονόπανο < ξεσκον(ίζω) + -ό- + παν(ί) + -ο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξεσκονόπανο ουδέτερο
- ειδικό ύφασμα για ξεσκόνισμα
- οποιοδήποτε ύφασμα για απομάκρυνση της σκόνης από επιφάνειες
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξεσκονόπανο