ξεστηθώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεστηθώνομαι < ξεστηθώνω
Ρήμα[επεξεργασία]
ξεστηθώνομαι
- (αμετάβατο) αποκαλύπτω, ξεγυμνώνω το στήθος μου
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη στήθος
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεστηθώνομαω | ξεστήθωνομαα | θα ξεστηθώνομαω | να ξεστηθώνομαω | ξεστηθώνομαοντας | |
β' ενικ. | ξεστηθώνομαεις | ξεστήθωνομαες | θα ξεστηθώνομαεις | να ξεστηθώνομαεις | ξεστήθωνομαε | |
γ' ενικ. | ξεστηθώνομαει | ξεστήθωνομαε | θα ξεστηθώνομαει | να ξεστηθώνομαει | ||
α' πληθ. | ξεστηθώνομαουμε | ξεστηθώνομααμε | θα ξεστηθώνομαουμε | να ξεστηθώνομαουμε | ||
β' πληθ. | ξεστηθώνομαετε | ξεστηθώνομαατε | θα ξεστηθώνομαετε | να ξεστηθώνομαετε | ξεστηθώνομαετε | |
γ' πληθ. | ξεστηθώνομαουν(ε) | ξεστήθωνομααν ξεστηθώνομααν(ε) |
θα ξεστηθώνομαουν(ε) | να ξεστηθώνομαουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεστήθωνομσα | θα ξεστηθώνομσω | να ξεστηθώνομσω | ξεστηθώνομσει | ||
β' ενικ. | ξεστήθωνομσες | θα ξεστηθώνομσεις | να ξεστηθώνομσεις | ξεστήθωνομσε | ||
γ' ενικ. | ξεστήθωνομσε | θα ξεστηθώνομσει | να ξεστηθώνομσει | |||
α' πληθ. | ξεστηθώνομσαμε | θα ξεστηθώνομσουμε | να ξεστηθώνομσουμε | |||
β' πληθ. | ξεστηθώνομσατε | θα ξεστηθώνομσετε | να ξεστηθώνομσετε | ξεστηθώνομστε | ||
γ' πληθ. | ξεστήθωνομσαν ξεστηθώνομσαν(ε) |
θα ξεστηθώνομσουν(ε) | να ξεστηθώνομσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεστηθώνομσει | είχα ξεστηθώνομσει | θα έχω ξεστηθώνομσει | να έχω ξεστηθώνομσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεστηθώνομσει | είχες ξεστηθώνομσει | θα έχεις ξεστηθώνομσει | να έχεις ξεστηθώνομσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεστηθώνομσει | είχε ξεστηθώνομσει | θα έχει ξεστηθώνομσει | να έχει ξεστηθώνομσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεστηθώνομσει | είχαμε ξεστηθώνομσει | θα έχουμε ξεστηθώνομσει | να έχουμε ξεστηθώνομσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεστηθώνομσει | είχατε ξεστηθώνομσει | θα έχετε ξεστηθώνομσει | να έχετε ξεστηθώνομσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεστηθώνομσει | είχαν ξεστηθώνομσει | θα έχουν ξεστηθώνομσει | να έχουν ξεστηθώνομσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεστηθώνομαι
|