ξεστουπώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεστουπώνω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεστουπώνω

  1. (μεταβατικό) αφαιρώ το στουπί, το στούπωμα που κλείνει ένα δοχείο
     συνώνυμα: ξεβουλώνω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]