ξεστράβωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αποστράβωμα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεστράβωμα τα ξεστραβώματα
      γενική του ξεστραβώματος των ξεστραβωμάτων
    αιτιατική το ξεστράβωμα τα ξεστραβώματα
     κλητική ξεστράβωμα ξεστραβώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεστράβωμα < ξεστραβώνω + -μα < ξε- + στραβώνω < στραβός < αρχαία ελληνική στραβός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)twer- / *(s)tur- (στρέφω, περιστρέφω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kseˈstɾa.vo.ma/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξεστράβωμα ουδέτερο

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]