ξεσφράγιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεσφράγιση < ξεσφραγίζω ξεσφραγι- + -ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεσφράγιση θηλυκό
[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις ξεσφραγίζω, σφραγίζω και σφραγίδα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεσφράγιση
|