ξεσφραγίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεσφραγίζω < ξε- + σφραγίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεσφραγίζω (παθητική φωνή: ξεσφραγίζομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]