ξετρελαίνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξετρελαίνομαι < παθητική φωνή του ρήματος ξετρελαίνω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξετρελαίνομαι

  • μου αρέσει κάτι πάρα πολύ

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]