ξετύλιγμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kseˈti.liɣ.ma/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξετύλιγμα ουδέτερο
- η ενέργεια του ξετυλίγω
- (μεταφορικά)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξετύλιγμα
[επεξεργασία]
- ↑ «ξετύλιγμα» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.