ξεφαντώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεφαντώνω < μεσαιωνικά ρήματα ξεφαντώνω & ξηφαντώννω & ἐξεφαντώνω < ίσως από ἐκφαντεύω < αρχαία ελληνική ἔκφαντος μετοχή του ἔκφημι

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεφαντώνω (χωρίς μεσοπαθητική φωνή)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]