ξεφωνημένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξεφωνημένος < ξεφωνώ
Μετοχή
[επεξεργασία]ξεφωνημένος
- που τον έχουν ξεφωνήσει
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξεφωνημένος
|
ξεφωνημένος
|