ξεφόρτωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεφόρτωμα < ξεφορτώνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεφόρτωμα ουδέτερο
- η εκφόρτωση αντικειμένων, η μετακίνηση στο έδαφος ενός βάρους ή συσκευασίας ή γενικά [[[φορτίο|φορτίων]] από το μεταφορικό μέσο στο οποίο βρίσκονται
- (κατ’ επέκταση) η απαλλαγή από υλικό βάρος ή κάτι ανεπιθύμητο