Μετάβαση στο περιεχόμενο

ξεφύλλισμα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεφύλλισμα τα ξεφυλλίσματα
      γενική του ξεφυλλίσματος των ξεφυλλισμάτων
    αιτιατική το ξεφύλλισμα τα ξεφυλλίσματα
     κλητική ξεφύλλισμα ξεφυλλίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξεφύλλισμα < ξεφυλλίζω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ξεφύλλισμα ουδέτερο

  1. το γύρισμα των σελίδων ενός εντύπου
  2. (κατ’ επέκταση) το επίπολαιο και αδιάφορο διάβασμα εντύπου, περιοδικού, εφημερίδας ή και βιβλίου

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]