ξεφύλλισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεφύλλισμα < ξεφυλλίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεφύλλισμα ουδέτερο
- το γύρισμα των σελίδων ενός εντύπου
- (κατ’ επέκταση) το επίπολαιο και αδιάφορο διάβασμα εντύπου, περιοδικού, εφημερίδας ή και βιβλίου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεφύλλισμα