ξεφύλλισμα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξεφύλλισμα < ξεφυλλίζω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξεφύλλισμα ουδέτερο
- το γύρισμα των σελίδων ενός εντύπου
- (κατ’ επέκταση) το επίπολαιο και αδιάφορο διάβασμα εντύπου, περιοδικού, εφημερίδας ή και βιβλίου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξεφύλλισμα