ξεχείλωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεχείλωμα τα ξεχειλώματα
      γενική του ξεχειλώματος των ξεχειλωμάτων
    αιτιατική το ξεχείλωμα τα ξεχειλώματα
     κλητική ξεχείλωμα ξεχειλώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεχείλωμα < ξεχειλώνω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξεχείλωμα ουδέτερο

  • το να χάνει ένα ύφασμα ή ιστός την ελαστικότητά του εξαιτίας έντονου τεντώματος και μετά να μην επανέρχεται στις αρχικές του διαστάσεις ή στο αρχικό του σχήμα

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]