ξεχειριάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεχειριάζω < ξεχεριάζω
Ρήμα[επεξεργασία]
ξεχειριάζω (παθητική φωνή: ξεχειριάζομαι)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ξεχείριασμα / ξεχέριασμα
- → δείτε τις λέξεις ξεχεριάζω, χεριάζω και χέρι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεχειριάζω
|