ξεχεριάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ξεχεριάζω (παθητική φωνή: ξεχεριάζομαι)
- κουράζω τα χέρια κάποιου
- Κουβάλα κι εσύ κάτι, όλα εγώ θα τα σηκώσω; Με ξεχέριασες!
- Μην τραβάς τόσο δυνατά, γιατί θα με ξεχεριάσεις· δεν μπορώ να κρατήσω τόση αντίσταση
- (παθητική φωνή) ξεχεριάζομαι: καταπονούνται τα δικά μου χέρια
- Ξεχεριάστηκα με το κουβάλημα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ξεχέριασμα / ξεχείριασμα
- → δείτε τις λέξεις χεριάζω και χέρι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεχεριάζω
|