ξεχολιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ξεχολιάζω
- (λαϊκότροπο) ξεθυμώνω
- ※ Ποιος χόλιασε το σταυραϊτό, να τονε ξεχολιάση: -Εγώ, που τον εχόλιασα, να πά' τον ξεχολιάσω. (Ελληνικά, Τέχνη Αλυπίας, τόμοι 10-11, 1956, σελ. 47)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ξεχόλιασμα
- → δείτε τις λέξεις χολιάζω και χολή
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεχολιάζω | ξεχόλιαζα | θα ξεχολιάζω | να ξεχολιάζω | ξεχολιάζοντας | |
β' ενικ. | ξεχολιάζεις | ξεχόλιαζες | θα ξεχολιάζεις | να ξεχολιάζεις | ξεχόλιαζε | |
γ' ενικ. | ξεχολιάζει | ξεχόλιαζε | θα ξεχολιάζει | να ξεχολιάζει | ||
α' πληθ. | ξεχολιάζουμε | ξεχολιάζαμε | θα ξεχολιάζουμε | να ξεχολιάζουμε | ||
β' πληθ. | ξεχολιάζετε | ξεχολιάζατε | θα ξεχολιάζετε | να ξεχολιάζετε | ξεχολιάζετε | |
γ' πληθ. | ξεχολιάζουν(ε) | ξεχόλιαζαν ξεχολιάζαν(ε) |
θα ξεχολιάζουν(ε) | να ξεχολιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεχόλιασα | θα ξεχολιάσω | να ξεχολιάσω | ξεχολιάσει | ||
β' ενικ. | ξεχόλιασες | θα ξεχολιάσεις | να ξεχολιάσεις | ξεχόλιασε | ||
γ' ενικ. | ξεχόλιασε | θα ξεχολιάσει | να ξεχολιάσει | |||
α' πληθ. | ξεχολιάσαμε | θα ξεχολιάσουμε | να ξεχολιάσουμε | |||
β' πληθ. | ξεχολιάσατε | θα ξεχολιάσετε | να ξεχολιάσετε | ξεχολιάστε | ||
γ' πληθ. | ξεχόλιασαν ξεχολιάσαν(ε) |
θα ξεχολιάσουν(ε) | να ξεχολιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεχολιάσει | είχα ξεχολιάσει | θα έχω ξεχολιάσει | να έχω ξεχολιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεχολιάσει | είχες ξεχολιάσει | θα έχεις ξεχολιάσει | να έχεις ξεχολιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεχολιάσει | είχε ξεχολιάσει | θα έχει ξεχολιάσει | να έχει ξεχολιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεχολιάσει | είχαμε ξεχολιάσει | θα έχουμε ξεχολιάσει | να έχουμε ξεχολιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεχολιάσει | είχατε ξεχολιάσει | θα έχετε ξεχολιάσει | να έχετε ξεχολιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεχολιάσει | είχαν ξεχολιάσει | θα έχουν ξεχολιάσει | να έχουν ξεχολιάσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεχολιάζω
|