ξεϊδρώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ξεϊδρώνω< ξε + ιδρώνω
Ρήμα[επεξεργασία]
ξεϊδρώνω
- Κάθομαι για λίγο χωρίς να κάνω τίποτε και στεγνώνω απ' τον ιδρώτα.
ξεϊδρώνω< ξε + ιδρώνω
ξεϊδρώνω