ξηγημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξηγημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξηγώ
Μετοχή[επεξεργασία]
ξηγημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ξηγώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξηγημένος
|