ξημεροβραδιάζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξημεροβραδιάζομαι < ξημερ(ώνομαι) + -ο- + βραδιάζομαι

Ρήμα[επεξεργασία]

ξημεροβραδιάζομαι, π.αόρ.: ξημεροβραδιάστηκα (αποθετικό ρήμα)

  • περνώ πολύ χρόνο σε κάποιο μέρος (μέρα και νύχτα)
    ※  Τον πατέρα του Λοΐζου δεν τον είδαμε ποτέ. Ακούγαμε στα σπίτια μας πως ξημεροβραδιάζεται στη λέσχη. (Κοσμάς Πολίτης, Εroïca, 1937 [μυθιστόρημα])

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]