ξημερώματα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξημερώματα < λείπει η ετυμολογία

Επίρρημα[επεξεργασία]

ξημερώματα

  1. νωρίς το πρωί
    καλά, ξημερώματα έρχεσαι άνθρωπέ μου;

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]