ξηραντήρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ξηραντήρας οι ξηραντήρες
      γενική του ξηραντήρα των ξηραντήρων
    αιτιατική τον ξηραντήρα τους ξηραντήρες
     κλητική ξηραντήρα ξηραντήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξηραντήρας < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξηραντήρας αρσενικό

  • βιομηχανική ή εργαστηριακή διάταξη με σκοπό την ξήρανση υλικών

Μεταφράσεις[επεξεργασία]