ξηροπήγαδο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξηροπήγαδο ουδέτερο και ξεροπήγαδο
- το πηγάδι που έχει στερέψει
- και αφού λογχίσθηκαν ρίχτηκαν στο εκεί ευρισκόμενο ξηροπήγαδο, προς τον Ξηροπόταμο
- με κεφαλαίο τοπωνύμιο
- Ξηροπήγαδο Αιτωολοακαρνανίας, Ξηροπήγαδο Αρκαδίας, Ξηροπήγαδο Ναυπάκτου κ.ά.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξηροπήγαδο
|