ξηροπήγαδο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξηροπήγαδο τα ξηροπήγαδα
      γενική του ξηροπήγαδου των ξηροπήγαδων
    αιτιατική το ξηροπήγαδο τα ξηροπήγαδα
     κλητική ξηροπήγαδο ξηροπήγαδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξηροπήγαδο < ξηρό και πηγάδι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξηροπήγαδο ουδέτερο και ξεροπήγαδο

  1. το πηγάδι που έχει στερέψει
    και αφού λογχίσθηκαν ρίχτηκαν στο εκεί ευρισκόμενο ξηροπήγαδο, προς τον Ξηροπόταμο
  2. με κεφαλαίο τοπωνύμιο
    Ξηροπήγαδο Αιτωολοακαρνανίας, Ξηροπήγαδο Αρκαδίας, Ξηροπήγαδο Ναυπάκτου κ.ά.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]