ξηρόβηξ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ξηρόβηξ οἱ ξηρόβηχες
      γενική τοῦ ξηρόβηχος τῶν ξηροβήχων
      δοτική τῷ ξηρόβηχ τοῖς ξηρόβηξ(ν)
    αιτιατική τὸν ξηρόβηχ τοὺς ξηρόβηχᾰς
     κλητική ! ξηρόβηξ ξηρόβηχες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ξηρόβηχε
γεν-δοτ τοῖν  ξηροβήχοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξηρόβηξ < ξηρ(ός) + -ο- + βήξ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξηρόβηξ αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Πηγές[επεξεργασία]