ξηρός καρπός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ξηρός καρπός οι ξηροί καρποί
      γενική του ξηρού καρπού των ξηρών καρπών
    αιτιατική τον ξηρό καρπό τους ξηρούς καρπούς
     κλητική ξηρέ καρπέ ξηροί καρποί
Συνήθως στον πληθυντικό.
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξηρός καρπός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξηρός καρπός (φρούτο που έχει αποξηρανθεί) < αρχαία ελληνική καρπός ξηρός (δημητριακά), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική sec, sèche
ποικιλία ξηρών καρπών

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

ξηρός καρπός αρσενικό συνήθως στον πληθυντικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]