ξινό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξινό ουδέτερο
- (μόνο στον ενικό) μια από τις πέντε βασικές γεύσεις
- (μόνο στον πληθυντικό) τα εσπεριδοειδή όπως το λεμόνι, που έχουν ξινή γεύση
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ξινό