ξιπάζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξιπάζομαι < παθητική φωνή του ρήματος ξιπάζω

ξιπάζομαι

  1. τρομάζω, ξαφνιάζομαι
  2. έχω πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]