ξιπάζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξιπάζομαι < παθητική φωνή του ρήματος ξιπάζω
Ρήμα
[επεξεργασία]ξιπάζομαι
- τρομάζω, ξαφνιάζομαι
- έχω πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξιπάζομαι
→ δείτε τις λέξεις περηφανεύομαι και κομπάζω |