ξιφομαχώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξιφομαχώ < ξίφ(ος) + -ο- + -μαχώ

Ρήμα[επεξεργασία]

ξιφομαχώ

  1. δίνω μάχη με ξίφος
     συνώνυμα: ξιφουλκώ
  2. (αθλητισμός) ασχολούμαι με το άθλημα της ξιφασκίας
  3. (μεταφορικά) δίνω με πάθος μάχη για κάτι
  4. (κατ’ επέκταση) παίζω με κάτι που θυμίζει ξίφος
    ξιφομαχώ με μαχαιροπίρουνα, καρέκλες κ.λπ.

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]