ξοδεύομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξοδεύομαι, παθητική φωνή του ρήματος ξοδεύω
Ρήμα[επεξεργασία]
ξοδεύομαι
- αναλώνω χρήματα σε αγορές ή άλλους σκοπούς, συνήθως με την έννοια του υπερβολικού
- "Μην ξοδεύεσαι, θα τα χρειαστείς αυτά τα λεφτά"
- αναλώνομαι, ξοδεύω τις δυνάμεις μου άσκοπα ή μάταια
- Ξοδεύτηκα σε ιδεολογίες και διαδηλώσεις και τι κέρδισα;
- Πήγε χαράμι αυτό το παιδί. Ξοδεύτηκε στα ναρκωτικά
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξοδεύομαι
|