ξοδιαστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξοδιαστής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξοδιαστής αρσενικό
- ο ξοδευτής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξοδιαστής
→ δείτε τη λέξη ξοδευτής |